-
1 σφριγάω
σφρῐγ-άω [v. fin.],A to be full to bursting, to be plump, esp. of a woman's breasts, Hp.Mul.1.71; οὔθατα ς. Poll.1.250: then,2 generally, of young persons, high-fed horses, etc., to be fresh, vigorous, in full health and strength,νέῳ τε καὶ σφριγῶντι σώματι E.Andr. 196
;εὐσωματεῖ καὶ σφριγᾷ Ar.Nu. 799
;σφριγᾷ τὸ σῶμά σου Id.Lys.80
;τὰ σώματα σφριγῶντες Pl.Lg. 840b
;ἥβῃ σφριγῶντες Achae.4
; οἱ μύες (muscles)σφριγῶντες, ὡς ἂν εἴποι τις Archig.
ap. Gal. 8.91; of animals,σφριγῶσα ἡμίονος Eust.1322.34
;βόες τὸν αὐχένα σφριγῶντες Hld.3.1
; of trees, δένδρα σφριγῶντα νέοις κλωσίν luxuriant, Luc.Am.12;βότρυες σφριγῶντες D.Chr.7.75
; εὐδίᾳ καὶ γαλήνῃ ς. Ph.1.14.3 metaph., full-blooded, swollen with passion or pride,σφριγῶντα θυμόν A.Pr. 382
; .4 swell with desire, be at heat, Opp.C.3.368;τῶν σφριγώντων ἐν λόγοις Com.Adesp. 276
: c. inf., Ael.NA14.5. Chiefly used in the [tense] pres. part. [In Opp. l.c., for σφρῑγᾷ Lobeck conjectured σφρῐγάᾳ.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφριγάω
-
2 πορφύρω
πορφύρω [ῡ], poet. Verb, only [tense] pres. and [tense] impf., of the sea, ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ as when the huge seaA heaves, surges, swirls with dumb swell (i.e. with waves that do not break), Il.14.16, cf. Arat.158, Artem.2.23;ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει Arat.296
;διάνδιχα νηὸς ἰούσης δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον A.R.1.935
; of flame, [φλόγα] φονίῳ σβέσεν αἵματι πορφύρουσαν Id.4.668
:—later in [voice] Med., κἂν ἡ γαλήνη πορφύροιτο even in a gently heaving calm, Him.Or.31.2;εὔδια μὲν πόντος πορφύρεται AP10.14
(Agath.).2 metaph., πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε much was his heart troubled, Il.21.551, cf. Od.4.427, 572, 10.309; though others take it trans., his heart brooded, pondered on many things, as in Q.S.2.85, al., Epic. ap. Suid.: abs., ponder, A.R.3.456; π. οἷον.. ib. 1161.II after Hom., grow red, of a river, καὶ τὺ δὲ Κρᾶθι οἴνῳ πορφύροις may'st thou flush with wine, Theoc.5.125 (= βλύζοις Sch., i.e. signf. 1.1; prob. both senses are meant); ;αἰδοῖ π. παρήϊον Q.S.14.47
;πορφύρων βότρυς AP9.249
(Maec.); δαίδαλα πορφύρων, of the tiger's skin, Opp. C.3.347; of ringlets,ὑακίνθοις.. ὅμοια πορφύροντες Luc.Am.26
, cf. Him.Or.1.19; γῆ π. ἄνθεσι ib.13.7.2 trans., dye red,χεῖρας φόνῳ Nonn.D.44.106
:—[voice] Pass., [οἴνῳ] πορφύρετο πέτρη ib.45.308, etc. ( πορφῠρ-yw, redupl., cogn. with Lat.fervere, fermentum, OE. beorm 'barm, froth on fermenting malt liquors, yeast'; for the sequence of meanings cf. English flush (1) 'flow suddenly in great volume', (2) of blood, 'rush to the cheeks', (3) of the cheeks, etc., 'become red'; cf. πορφύρεος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφύρω
См. также в других словарях:
ευδία — και βδία και βιδιά, η (Α εὐδία, ιων. τ. εὐδίη) αίθριος και γλυκός καιρός, καλοκαιρία («ἐκ χειμῶνος εὐδία», Πίνδ.) αρχ. 1. ηρεμία, ησυχία, γαλήνη («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», Αισχύλ.) 2. φρ. «σαρκὸς εὐδία» καλή κατάσταση τού σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν… … Dictionary of Greek
καλοσύνη — και καλωσύνη η (Μ καλοσύνη και καλωσύνη) 1. αγαθότητα, πραότητα, χρηστότητα 2. καλή πράξη, ευεργεσία («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες») 3. καλό, κέρδος, ωφέλεια, όφελος 4. καλός καιρός, γαλήνη, ευδία («σήμερα έχουμε καλοσύνη») νεοελλ. 1. αγάπη,… … Dictionary of Greek
ευδιάζω — και βδιάζω και βιδιάζω (ΑΜ εὐδιάζω) [ευδία] (για καιρό) γίνομαι αίθριος, γαληνεύω («μόλις βδιάσει θα ξεκινήσουμε») μσν. νεοελλ. απρόσ. ευδιάζει γίνεται γαλήνη αρχ. 1. κάνω κάποιον γαλήνιο, ήσυχο 2. μέσ. εὐδιάζομαι είμαι γαλήνιος, ηρεμώ … Dictionary of Greek
εύδιος — ο (ΑΜ εὔδιος, ον) [ευδία] (για καιρό, αέρα, θάλασσα κ.λπ.) γαλήνιος, ήσυχος, λαμπρός, ανέφελος («χειμὼν εὔδιος», Ιπποκρ.) μσν. αρχ. (για πρόσ.) φαιδρός, ήπιος («εὔδιος ἡ ψυχή», Ιουστ.) αρχ. 1. ειρηνικός, ήσυχος («εὔδιος καὶ γαληνὸς βίος», Φίλ.) 2 … Dictionary of Greek
υπεύδιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ήσυχο ουρανό, στον ήρεμο αέρα («ὑπεύδιοι [αἱ γέρανοι] φορέονται», Άρατ.) 2. κάπως ήρεμος, αρκετά ήρεμος (α. «ὑπεύδιος καὶ λεία θάλασσα», Αιλ.) 3. φρ. «τὸ ὑπεύδιον τῆς θαλάσσης» αρκετά γαλήνια θάλασσα… … Dictionary of Greek